- αλιζαρίνη
- Οργανική ένωση (ακριβέστερα 1,2-διϋδροξυανθρακινόνη) που αντιστοιχεί στον τύπο C14H8O4 και χρησιμοποιείται στη βαφική. Σχηματίζει κόκκινες λάκες με τα άλατα του αλουμινίου, ιώδεις (μοβ) με τα άλατα του σιδήρου και μαύρες με τα άλατα του χρωμίου. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην παρασκευή οργανικών χρωστικών ουσιών, ειδικά διαμέσου των σουλφονικών και κετονικών παραγώγων της. Η απευθείας χρήση της στη βαφή μάλλινων και βαμβακερών υφασμάτων έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Πριν από την παρασκευή της στο εργαστήριο από τους Γερμανούς χημικούς Καρλ Γκρέμπε και Καρλ Λίμπερμαν, το 1868, και επομένως πριν από τη βιομηχανική παραγωγή της, η α. παραγόταν από τις ρίζες του φυτού ρουβία η χρωστική (ριζάρι), που καλλιεργούσαν γι’ αυτό τον σκοπό στη νότια Γαλλία.
Dictionary of Greek. 2013.